πέρμαφροστ

πέρμαφροστ
το, Ν
(εδαφολ.) έδαφος στο οποίο η θερμοκρασία παραμένει κάτω από 0°C συνεχώς για δύο ή περισσότερα χρόνια, αλλ. μόνιμα παγωμένο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. permafrost (< permanent «διαρκής» + frost «παγωμένος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”